κλαδευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλαδευτής οι κλαδευτές
      γενική του κλαδευτή των κλαδευτών
    αιτιατική τον κλαδευτή τους κλαδευτές
     κλητική κλαδευτή κλαδευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλαδευτής < ελληνιστική κοινή κλαδευτής

Ουσιαστικό

κλαδευτής αρσενικό (θηλυκό: κλαδεύτρια & κλαδεύτρα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.