κλαδευτήρι

Νέα ελληνικά (el)

κλαδευτήρι (1.1) χειρός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαδευτήρι τα κλαδευτήρια
      γενική του κλαδευτηριού των κλαδευτηριών
    αιτιατική το κλαδευτήρι τα κλαδευτήρια
     κλητική κλαδευτήρι κλαδευτήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλαδευτήρι < κλαδεύω

Ουσιαστικό

κλαδευτήρι ουδέτερο

  1. εργαλείο κηπουρικής για το κλάδεμα των φυτών
  2. (μεταφορικά) ποδοσφαιριστής που συνηθίζει να κλαδεύει τους αντιπάλους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.