καταληκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταληκτικός | η | καταληκτική | το | καταληκτικό |
| γενική | του | καταληκτικού | της | καταληκτικής | του | καταληκτικού |
| αιτιατική | τον | καταληκτικό | την | καταληκτική | το | καταληκτικό |
| κλητική | καταληκτικέ | καταληκτική | καταληκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταληκτικοί | οι | καταληκτικές | τα | καταληκτικά |
| γενική | των | καταληκτικών | των | καταληκτικών | των | καταληκτικών |
| αιτιατική | τους | καταληκτικούς | τις | καταληκτικές | τα | καταληκτικά |
| κλητική | καταληκτικοί | καταληκτικές | καταληκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταληκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταληκτικός < αρχαία ελληνική καταλήγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.li.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐λη‐κτη‐ικός
Επίθετο
καταληκτικός
Μεταφράσεις
Πηγές
- καταληκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καταληκτικός | ἡ | καταληκτική | τὸ | καταληκτικόν |
| γενική | τοῦ | καταληκτικοῦ | τῆς | καταληκτικῆς | τοῦ | καταληκτικοῦ |
| δοτική | τῷ | καταληκτικῷ | τῇ | καταληκτικῇ | τῷ | καταληκτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | καταληκτικόν | τὴν | καταληκτικήν | τὸ | καταληκτικόν |
| κλητική ὦ! | καταληκτικέ | καταληκτική | καταληκτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καταληκτικοί | αἱ | καταληκτικαί | τὰ | καταληκτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | καταληκτικῶν | τῶν | καταληκτικῶν | τῶν | καταληκτικῶν |
| δοτική | τοῖς | καταληκτικοῖς | ταῖς | καταληκτικαῖς | τοῖς | καταληκτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | καταληκτικούς | τὰς | καταληκτικᾱ́ς | τὰ | καταληκτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | καταληκτικοί | καταληκτικαί | καταληκτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταληκτικώ | τὼ | καταληκτικᾱ́ | τὼ | καταληκτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | καταληκτικοῖν | τοῖν | καταληκτικαῖν | τοῖν | καταληκτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταληκτικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταλήγω, καταληκ- + -τικός
Επίθετο
καταληκτικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή)
- (μετρική) για στίχο που καταλήγει σε τελεταίο πόδα ελλιπή
- (γραμματική) για κατηγορία τριτόκλιτων ουσιατικών ή επιθέτων που στην ονομαστική ενικού παίρνουν την κατάληξη ‑ς
Συγγενικά
- καταληκτέον
- -κατάληκτος → δείτε τη λέξη κατάληξις
Πηγές
- καταληκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.