καταληχτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταληχτικός | η | καταληχτική | το | καταληχτικό |
| γενική | του | καταληχτικού | της | καταληχτικής | του | καταληχτικού |
| αιτιατική | τον | καταληχτικό | την | καταληχτική | το | καταληχτικό |
| κλητική | καταληχτικέ | καταληχτική | καταληχτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταληχτικοί | οι | καταληχτικές | τα | καταληχτικά |
| γενική | των | καταληχτικών | των | καταληχτικών | των | καταληχτικών |
| αιτιατική | τους | καταληχτικούς | τις | καταληχτικές | τα | καταληχτικά |
| κλητική | καταληχτικοί | καταληχτικές | καταληχτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταληχτικός < καταληκτικός < ελληνιστική κοινή καταληκτικός
Μεταφράσεις
καταληχτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.