καταληκτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καταληκτικά
<
καταληκτικός
+
-ά
Επίρρημα
καταληκτικά
καταλήγοντας
,
στην
κατάληξη
Μεταφράσεις
καταληκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καταληκτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καταληκτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.