λήγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λήγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήγω [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leh₁g-[2] [3] → δείτε τη λέξη λήγω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐γο
- ομόηχο: λίγο
- τονικό παρώνυμο: ληγώ
Ρήμα
λήγω (αμετάβατο)
- τερματίζομαι, επειδή ολοκληρώθηκε ή επειδή πέρασε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ↪ ο αγώνας έληξε ισόπαλος
- (με την πρόθεση σε) έχω ως τελευταίο τμήμα μου, καταλήγω
- ↪ Τα ρήματα που λήγουν σε -ίζω γράφονται με γιώτα.
- ↪ Τελευταία μέρα για να καταθέσουν τη δήλωσή τους όσων το ΑΦΜ λήγει σε 10.
- για προϊόντα που έχει παρέλθει η ημερομηνία λήξης τους και δεν πρέπει να καταναλωθούν
- ↪ Μη την πιεις αυτή την μπίρα, έχει λήξει.
Εκφράσεις
- το θέμα θεωρείται λήξαν : ότι έκλεισε, τελείωσε, να μη δοθεί συνέχεια
Σύνθετα
- καταλήγω
- παραλήγω
- προπαραλήγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λήγω | έληγα | θα λήγω | να λήγω | λήγοντας | |
| β' ενικ. | λήγεις | έληγες | θα λήγεις | να λήγεις | λήγε | |
| γ' ενικ. | λήγει | έληγε | θα λήγει | να λήγει | ||
| α' πληθ. | λήγουμε | λήγαμε | θα λήγουμε | να λήγουμε | ||
| β' πληθ. | λήγετε | λήγατε | θα λήγετε | να λήγετε | λήγετε | |
| γ' πληθ. | λήγουν(ε) | έληγαν λήγαν(ε) |
θα λήγουν(ε) | να λήγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έληξα | θα λήξω | να λήξω | λήξει | ||
| β' ενικ. | έληξες | θα λήξεις | να λήξεις | λήξε | ||
| γ' ενικ. | έληξε | θα λήξει | να λήξει | |||
| α' πληθ. | λήξαμε | θα λήξουμε | να λήξουμε | |||
| β' πληθ. | λήξατε | θα λήξετε | να λήξετε | λήξτε | ||
| γ' πληθ. | έληξαν λήξαν(ε) |
θα λήξουν(ε) | να λήξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λήξει | είχα λήξει | θα έχω λήξει | να έχω λήξει | ||
| β' ενικ. | έχεις λήξει | είχες λήξει | θα έχεις λήξει | να έχεις λήξει | ||
| γ' ενικ. | έχει λήξει | είχε λήξει | θα έχει λήξει | να έχει λήξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λήξει | είχαμε λήξει | θα έχουμε λήξει | να έχουμε λήξει | ||
| β' πληθ. | έχετε λήξει | είχατε λήξει | θα έχετε λήξει | να έχετε λήξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λήξει | είχαν λήξει | θα έχουν λήξει | να έχουν λήξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ληγμένος - είμαστε, είστε, είναι ληγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ληγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ληγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ληγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ληγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ληγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ληγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- λήγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
λήγω <θέμα (σ)λᾱγ-, (όπως και λαγαρός, λάγανον, λαγγεύω) μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leh₁g- [1] [2]
- δωρικός τύπος : λάγω
Σύνθετα
- ἀπολήγω
- ἐκλήγω
- ἐλλήγω
- ἐπιλήγω
- καταλήγω
- μεταλήγω
- παραλήγω
- συλλήγω
- ὑπολήγω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- λήγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λήγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.