λήγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λήγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήγω [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leh₁g-[2] [3]  δείτε τη λέξη λήγω.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λίγο
ομόηχο: λίγο
τονικό παρώνυμο: ληγώ

Ρήμα

λήγω (αμετάβατο)

  1. τερματίζομαι, επειδή ολοκληρώθηκε ή επειδή πέρασε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
    ο αγώνας έληξε ισόπαλος
  2. (με την πρόθεση σε) έχω ως τελευταίο τμήμα μου, καταλήγω
    Τα ρήματα που λήγουν σε -ίζω γράφονται με γιώτα.
    Τελευταία μέρα για να καταθέσουν τη δήλωσή τους όσων το ΑΦΜ λήγει σε 10.
  3. για προϊόντα που έχει παρέλθει η ημερομηνία λήξης τους και δεν πρέπει να καταναλωθούν
    Μη την πιεις αυτή την μπίρα, έχει λήξει.

Εκφράσεις

  • το θέμα θεωρείται λήξαν : ότι έκλεισε, τελείωσε, να μη δοθεί συνέχεια

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λήγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λήγω <θέμα (σ)λᾱγ-, (όπως και λαγαρός, λάγανον, λαγγεύω) μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leh₁g- [1] [2]

Ρήμα

λήγω

  1. {{λ|λήγω|el, τελειώνω
    1. τερματίζομαι
    2. καταλήγω

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀπολήγω
  • ἐκλήγω
  • ἐλλήγω
  • ἐπιλήγω
  • καταλήγω
  • μεταλήγω
  • παραλήγω
  • συλλήγω
  • ὑπολήγω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.