final
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | final |
| συγκριτικός | more final |
| υπερθετικός | most final |
final (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι που συμβαίνει στο τέλος μιας σειράς γεγονότων, ενεργειών, δηλώσεων κτλ.
- ↪ final exams - τελικές εξετάσεις
- ↪ the final Cup - ο τελικός Κυπέλλου
- ↪ The final part of the road.
- Tο τελικό τμήμα του δρόμου.
- ↪ The final vowel/consonant/letter of a word.
- Tο τελικό φωνήεν/σύμφωνο/γράμμα μιας λέξης.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαδικασίας
- ↪ The final form of a project.
- H τελική μορφή ενός έργου.
- ↪ The final product in the production process.
- Tο τελικό προϊόν στη διαδικασία παραγωγής.
- ↪ The final form of a project.
- οριστικός, τελικός, πια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή να αλλάξει
- ↪ That is my final decision.
- Αυτή είναι η οριστική/τελική μου απόφαση.
- ↪ It’s final, that’s what it’s called.
- Αυτό πια να λέγεται.
- ↪ That is my final decision.
Συνώνυμα
Παράγωγα
Πηγές
- final (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- final (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 633, 873. ISBN 9780194325684., λήμμα: οριστικός, τελικός
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.nal/
Πορτογαλικά (pt)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.