final

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός final
συγκριτικός more final
υπερθετικός most final

final (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι που συμβαίνει στο τέλος μιας σειράς γεγονότων, ενεργειών, δηλώσεων κτλ.
    final exams - τελικές εξετάσεις
    the final Cup - ο τελικός Κυπέλλου
    The final part of the road.
    Tο τελικό τμήμα του δρόμου.
    The final vowel/consonant/letter of a word.
    Tο τελικό φωνήεν/σύμφωνο/γράμμα μιας λέξης.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαδικασίας
    The final form of a project.
    H τελική μορφή ενός έργου.
    The final product in the production process.
    Tο τελικό προϊόν στη διαδικασία παραγωγής.
  3. οριστικός, τελικός, πια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή να αλλάξει
    That is my final decision.
    Αυτή είναι η οριστική/τελική μου απόφαση.
    It’s final, that’s what it’s called.
    Αυτό πια να λέγεται.

Συνώνυμα

Παράγωγα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
final finals

final (en)

  1. (μετρήσιμο, αθλητισμός) ο τελικός, τα τελικά, για αθλητικό αγώνα
    We reached the finals.
    Φτάσαμε στα τελικά.
  2. (μετρήσιμο, αμερικανικά αγγλικά) η τελική εξέταση, μια εξέταση που δίνεται στους μαθητές στο τέλος μιας σχολικής περιόδου

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.nal/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό final finaux
θηλυκό finale finales

final (fr)



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
final finais

final (pt) θηλυκό

  1. (αθλητισμός) ο τελικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.