ελλιμενισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελλιμενισμός οι ελλιμενισμοί
      γενική του ελλιμενισμού των ελλιμενισμών
    αιτιατική τον ελλιμενισμό τους ελλιμενισμούς
     κλητική ελλιμενισμέ ελλιμενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελλιμενισμός < ελληνιστική κοινή ἐλλιμενισμός < αρχαία ελληνική ἐλλιμενίζω < λιμήν

Ουσιαστικό

ελλιμενισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.