τέντωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέντωμα τα τεντώματα
      γενική του τεντώματος των τεντωμάτων
    αιτιατική το τέντωμα τα τεντώματα
     κλητική τέντωμα τεντώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τέντωμα < τεντώ(νω) + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈten.do.ma/

Ουσιαστικό

τέντωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.