γενεαλογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενεαλογία | οι | γενεαλογίες |
| γενική | της | γενεαλογίας | των | γενεαλογιών |
| αιτιατική | τη | γενεαλογία | τις | γενεαλογίες |
| κλητική | γενεαλογία | γενεαλογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενεαλογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενεαλογία[1] (η αναζήτηση του γενεαλογικού δέντρου, η καταγωγή των γενών) < γενεά + λέγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.ne.a.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νε‐α‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
γενεαλογία θηλυκό
- η αναζήτηση και η απαρίθμηση των προγόνων ενός ατόμου ή μίας οικογένειας
- (βιολογία) η σειρά των προγόνων στην καταγωγή ανθρώπου
Αναφορές
- γενεαλογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.