εξορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξορία | οι | εξορίες |
| γενική | της | εξορίας | των | εξοριών |
| αιτιατική | την | εξορία | τις | εξορίες |
| κλητική | εξορία | εξορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξορία < εξορίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksoˈɾi.a/
Ουσιαστικό
εξορία θηλυκό
- Εξορία ονομάζεται η απομάκρυνση, εν είδει ποινής, κάποιου από την περιοχή ή το κράτος στο οποίο μένει, χωρίς να επιτρέπεται να επιστρέψει.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.