καβάλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

καβάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβάλα < βενετική cavala < μεσαιωνική λατινική caballa < λατινική caballus < γαλατική caballos

Επίρρημα

καβάλα

  1. στη ράχη ενός ζώου (αλόγου, ημιόνου κ.λπ.)
    καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν' τ' αντίδωρο απ' του παπά το χέρι
  2. στη σέλα ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας
  3. επάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο με τα δυο πόδια να κρέμονται από τις δυο πλευρές του
    καβάλα στο μαντρότοιχο
  4. (χυδαίο) σε συνουσία

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβάλα οι καβάλες
      γενική της καβάλας
    αιτιατική την καβάλα τις καβάλες
     κλητική καβάλα καβάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καβάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβάλα < βενετική cavala < μεσαιωνική λατινική caballa < λατινική caballus < γαλατική caballos

Ουσιαστικό

καβάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (λαϊκότροπο) η ιππασία
  2. (συνεκδοχικά) το ιππικό
  3. (χυδαίο) η συνουσία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 3

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβάλα οι καβάλες
      γενική της καβάλας
    αιτιατική την καβάλα τις καβάλες
     κλητική καβάλα καβάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καβάλα < μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)

Ουσιαστικό

καβάλα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.