καβάλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβάλος οι καβάλοι
      γενική του καβάλου των καβάλων
    αιτιατική τον καβάλο τους καβάλους
     κλητική καβάλε καβάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική cavallo (άλογο, καβάλος) < λατινική caballus < γαλατικά caballos

Ουσιαστικό

καβάλος αρσενικό

  1. το σημείο του παντελονιού που περιβάλλει τα γεννητικά όργανα
  2. (ενδυμασία) η ραφή του παντελονιού στο κάτω μέρος που ενώνει το αριστερό με το δεξιό μπατζάκι

Συγγενικά

  • χαμηλοκάβαλος
  • ψηλοκάβαλος

 και δείτε τη λέξη καβάλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.