καβάλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καβάλος | οι | καβάλοι |
| γενική | του | καβάλου | των | καβάλων |
| αιτιατική | τον | καβάλο | τους | καβάλους |
| κλητική | καβάλε | καβάλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
καβάλος αρσενικό
- το σημείο του παντελονιού που περιβάλλει τα γεννητικά όργανα
- (ενδυμασία) η ραφή του παντελονιού στο κάτω μέρος που ενώνει το αριστερό με το δεξιό μπατζάκι
-
καβάλος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.