καβαλίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καβαλίνα | οι | καβαλίνες |
| γενική | της | καβαλίνας | των | καβαλίνων |
| αιτιατική | την | καβαλίνα | τις | καβαλίνες |
| κλητική | καβαλίνα | καβαλίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβαλίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβαλλίνα με απλογράφηση < νεολατινικά *caballina < λατινική caballinus < caballus. Συγκρίνετε με την ιταλική cavallina.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.vaˈli.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βα‐λί‐να
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καβαλίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.