ιππασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιππασία | οι | ιππασίες |
| γενική | της | ιππασίας | των | ιππασιών |
| αιτιατική | την | ιππασία | τις | ιππασίες |
| κλητική | ιππασία | ιππασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.paˈsi.a/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ίππος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
