ιππασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιππασία οι ιππασίες
      γενική της ιππασίας των ιππασιών
    αιτιατική την ιππασία τις ιππασίες
     κλητική ιππασία ιππασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιππασία < αρχαία ελληνική ἱππασία
Ιππασία στο ύπαιθρο.

Προφορά

ΔΦΑ : /i.paˈsi.a/

Ουσιαστικό

ιππασία θηλυκό

  1. το καβαλίκεμα ενός αλόγου και η πορεία μ’ αυτό
  2. η τέχνη της ίππευσης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.