Καβάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καβάλα | ||
| γενική | της | Καβάλας | ||
| αιτιατική | την | Καβάλα | ||
| κλητική | Καβάλα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καβάλα < Δείτε και Ετυμολογία στη Βικιπαίδεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈva.la/
- ⓘ
Κύριο όνομα
Καβάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- παραλιακή πόλη της Μακεδονίας (αρχαίο όνομα Νεάπολις, μεσαιωνική ονομασία Χριστούπολις). Η σύγχρονη ονομασία, από το 1928.
Σημειώσεις
- Καβάλλα (παλαιότερη γραφή)
Συγγενικά
- Καβαλιώτης, καβαλιώτης
- Καβαλιώτισσα, καβαλιώτισσα
- καβαλιώτικος
-
Καβάλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Καβάλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.