καβαλικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καβαλικεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβαλικεύω / καβαλικεύγω / καβαλκεύγω / καβαλλικεύω / καβαλλικεύγω / καλλικεύω < υστερολατινική caballicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caballico (ιππεύω) [1]
Ρήμα
καβαλικεύω
- άλλη μορφή του καβαλώ
- ανεβαίνω σε ζώο, κάθομαι καβάλα, γνωρίζω ιππασία
- (μεταφορικά) επιβάλλομαι σε κάποιον και τον κάνω όπως θέλω
Μεταφράσεις
καβαλικεύω
|
→ δείτε τη λέξη καβαλώ |
Αναφορές
- καβαλικεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.