καβαλάρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καβαλάρισσα | οι | καβαλάρισσες |
| γενική | της | καβαλάρισσας | των | καβαλαρισσών |
| αιτιατική | την | καβαλάρισσα | τις | καβαλάρισσες |
| κλητική | καβαλάρισσα | καβαλάρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καβαλάρισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.