σέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σέλα | οι | σέλες |
| γενική | της | σέλας | των | σελών |
| αιτιατική | τη | σέλα | τις | σέλες |
| κλητική | σέλα | σέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σέλα σε ράχη αλόγου

σέλα ποδηλάτου

το πάνω μέρος από τη σέλα μιας μοτοσικλέτας
Ετυμολογία
- σέλα < ελληνιστική κοινή σέλλα (κάθισμα) < λατινική sella < sedeo < πρωτοϊταλική *sedēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed- (κάθομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈse.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέ‐λα
Ουσιαστικό
σέλα θηλυκό
- εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη αλόγου κι έχει τέτοιο σχήμα και μορφή, ώστε να μπορεί να κάθεται σε αυτό ο αναβάτης
- κάθισμα ποδηλάτου ή μοτοσικλέτας
Σημειώσεις
- διαφέρει από το σαμάρι παρόλο που έχουν κοινή εννοιολογική σημασία
Μεταφράσεις
σέλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.