καβαλάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβαλάρης οι καβαλάρηδες
      γενική του καβαλάρη των καβαλάρηδων
    αιτιατική τον καβαλάρη τους καβαλάρηδες
     κλητική καβαλάρη καβαλάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβαλάρης < μεσαιωνική ελληνική καβαλλάρης < ελληνιστική κοινή καβαλλάριος < λατινική caballarius
Ο καβαλάρης ενός βιολιού.

Ουσιαστικό

καβαλάρης αρσενικό

  1. αυτός που κινείται καθισμένος στη ράχη ενός αλόγου, μουλαριού, γαϊδουριού
  2. (μουσική) το μέρος του σώματος ενός έγχορδου οργάνου πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές
  3. οριζόντια δοκός στην κορυψή του πλαισίου δίριχτης στέγης
  4. κεραμίδι που καλύπτει αμφιπλευρικά την κορυφή της στέγης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.