καβαλάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καβαλάρης | οι | καβαλάρηδες |
| γενική | του | καβαλάρη | των | καβαλάρηδων |
| αιτιατική | τον | καβαλάρη | τους | καβαλάρηδες |
| κλητική | καβαλάρη | καβαλάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβαλάρης < μεσαιωνική ελληνική καβαλλάρης < ελληνιστική κοινή καβαλλάριος < λατινική caballarius

Ο καβαλάρης ενός βιολιού.
Ουσιαστικό
καβαλάρης αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.