καβάλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβάλο τα καβάλα
      γενική του καβάλου των καβάλων
    αιτιατική το καβάλο τα καβάλα
     κλητική καβάλο καβάλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβάλο < ιταλική cavalo

Ουσιαστικό

καβάλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.