καβάλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβάλημα τα καβαλήματα
      γενική του καβαλήματος των καβαλημάτων
    αιτιατική το καβάλημα τα καβαλήματα
     κλητική καβάλημα καβαλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβάλημα < καβαλώ + -μα

Ουσιαστικό

καβάλημα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.