ιππαστί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιππαστί < ελληνιστική κοινή ἱππαστί < αρχαία ελληνική ἵππος < πρωτοελληνική *íkkʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu (ταχύς, ὠκύς)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.paˈsti/
Συνώνυμα
- αγκάνια / γκάνια
- διάσκελα
- εφίππως
- καβάλα
- καβαλητά
- καβαλικευτά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ίππος
Μεταφράσεις
ιππαστί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.