κάρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάρο | τα | κάρα |
| γενική | του | κάρου | των | κάρων |
| αιτιατική | το | κάρο | τα | κάρα |
| κλητική | κάρο | κάρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- κάρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάρον < ελληνιστική κοινή κάρρον < λατινική carrus (ιταλική carro)[1] < απώτατη αρχή: γαλατική < πρωτοκελτική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kr̥s-o- < ρίζα *k̑ers- (τρέχω) → και δείτε τη λέξη carrus
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐ρο
Ουσιαστικό
κάρο ουδέτερο και κάρρο
- (μέσο μεταφορών) όχημα για μεταφορά πραγμάτων με δύο ή, συνήθως, με τέσσερεις τροχούς που σπρώχνεται ή τραβιέται από ζώα
- (ειρωνικό) για μέσο μεταφοράς που είναι αργοκίνητο και γενικά σε κακή κατάσταση
- (μειωτικό, λαϊκότροπο) απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο
Εκφράσεις
- ένα κάρο: πολύ μεγάλη ποσότητα
- ↪ μαζεύτηκε ένα κάρο κόσμος στη γιορτή
- (παρωχημένο) κάρο του δήμου
Σύνθετα
- καρόδρομος
- καροποιός
Μεταφράσεις
κάρο
Αναφορές
- κάρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.