καριόλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καριόλης οι καριόληδες
      γενική του καριόλη των καριόληδων
    αιτιατική τον καριόλη τους καριόληδες
     κλητική καριόλη καριόληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καριόλης < καριόλ(α) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾˈʝo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καριόλης

Ουσιαστικό

καριόλης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.