carrus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- carrus < (άμεσο δάνειο) γαλατική *karros < πρωτοκελτική *karros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kr̥s-o- < ρίζα *k̑ers- (τρέχω) [1]
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Απόγονοι
carrus (λατινικά)
- ⇒ ιταλικά: carro
- ↷ ελληνιστική κοινή: κάρρον
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κάρον
- ⇒ νέα ελληνικά: κάρο και από τα ιταλικά
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κάρον
- → παλαιά γαλλικά: carre
- ↷ μέση αγγλική: carre
→ και δείτε περισσότερους απογόνους στο carrus (Descendants) στο αγγλικό Βικιλεξικό
Αναφορές
- carrus (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- carrus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.