carrus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

carrus < (άμεσο δάνειο) γαλατική *karros < πρωτοκελτική *karros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kr̥s-o- < ρίζα *k̑ers- (τρέχω) [1]

Ουσιαστικό

carrus (la)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Απόγονοι

carrus (λατινικά)

ιταλικά: carro
ελληνιστική κοινή: κάρρον
μεσαιωνικά ελληνικά: κάρον
νέα ελληνικά: κάρο και από τα ιταλικά
παλαιά γαλλικά: carre
μέση αγγλική: carre
αγγλικά: car
ρωσικά: кар (kar)

 και δείτε περισσότερους απογόνους στο  carrus (Descendants) στο αγγλικό Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. carrus (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.