σούστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σούστα | οι | σούστες |
| γενική | της | σούστας | — | |
| αιτιατική | τη | σούστα | τις | σούστες |
| κλητική | σούστα | σούστες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

εγκαταλελειμμένη σούστα (3) στην Αυστραλία

Σούστα αυτοκινήτου
Ετυμολογία
- σούστα < (άμεσο δάνειο) βενετική susta (ελατήριο)
Ουσιαστικό
σούστα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.