αρνησιθρησκία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρνησιθρησκία | οι | αρνησιθρησκίες |
| γενική | της | αρνησιθρησκίας | των | αρνησιθρησκιών |
| αιτιατική | την | αρνησιθρησκία | τις | αρνησιθρησκίες |
| κλητική | αρνησιθρησκία | αρνησιθρησκίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρνησιθρησκία < αρνησίθρησκος + -ία. Η λέξη ἀρνησιθρησκία απαντά ήδη από το 1812[1]
Ουσιαστικό
αρνησιθρησκία θηλυκό
- η άρνηση κάθε θρησκείας
- ※ Ο συγγραφέας του «προσωπικού αφηγήματος», όμως, που στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε Πέρσης πρίγκιπας ούτε Αφγανός δερβίσης αλλά ο Άγγλος γλωσσολόγος και περιηγητής σερ Ρίτσαρντ Μπέρτον, κατηγορήθηκε για αρνησιθρησκία και εσκεμμένη εξαπάτηση και γενικά σόκαρε τη βικτωριανή Αγγλία τόσο με το εγχείρημά του όσο και με την αφήγησή του. (*)
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- αρνησιθρησκία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.