θρησκευτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
θρησκευτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θρησκευτικός
Ουσιαστικό
θρησκευτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το σχολικό μάθημα που αποσκοπεί στην ενημέρωση των μαθητών σχετικά με τις θρησκείες γενικά και ιδιαίτερα τη θρησκεία στην οποία πιστεύουν
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
θρησκευτικά < θρησκευτικός
Μεταφράσεις
από θρησκευτική άποψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.