θρησκευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θρησκευόμενος | η | θρησκευόμενη | το | θρησκευόμενο |
| γενική | του | θρησκευόμενου | της | θρησκευόμενης | του | θρησκευόμενου |
| αιτιατική | τον | θρησκευόμενο | τη | θρησκευόμενη | το | θρησκευόμενο |
| κλητική | θρησκευόμενε | θρησκευόμενη | θρησκευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θρησκευόμενοι | οι | θρησκευόμενες | τα | θρησκευόμενα |
| γενική | των | θρησκευόμενων | των | θρησκευόμενων | των | θρησκευόμενων |
| αιτιατική | τους | θρησκευόμενους | τις | θρησκευόμενες | τα | θρησκευόμενα |
| κλητική | θρησκευόμενοι | θρησκευόμενες | θρησκευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
θρησκευόμενος < θρησκεύομαι < αρχαία ελληνική θρησκεύω
Μετοχή
θρησκευόμενος, -η, -ο
- ο πιστός μιας θρησκείας ο οποίος ασκεί συστηματικά όσα νοούνται ως καθήκοντα σε αυτήν (π.χ. εκκλησιάζεται, μεταλαμβάνει κ.λπ.)
Συνώνυμα
- θρήσκος
- θρησκευάμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.