θρησκευτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρησκευτικότητα οι θρησκευτικότητες
      γενική της θρησκευτικότητας των θρησκευτικοτήτων
    αιτιατική τη θρησκευτικότητα τις θρησκευτικότητες
     κλητική θρησκευτικότητα θρησκευτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θρησκευτικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θρησκευτικότητα θηλυκό

  1. η πίστη των ανθρώπων σε ένα ανώτερο ον, στο θεό
  2. η ιδιότητα του θρησκευόμενου, η εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.