ηθικοθρησκευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηθικοθρησκευτικός | η | ηθικοθρησκευτική | το | ηθικοθρησκευτικό |
| γενική | του | ηθικοθρησκευτικού | της | ηθικοθρησκευτικής | του | ηθικοθρησκευτικού |
| αιτιατική | τον | ηθικοθρησκευτικό | την | ηθικοθρησκευτική | το | ηθικοθρησκευτικό |
| κλητική | ηθικοθρησκευτικέ | ηθικοθρησκευτική | ηθικοθρησκευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηθικοθρησκευτικοί | οι | ηθικοθρησκευτικές | τα | ηθικοθρησκευτικά |
| γενική | των | ηθικοθρησκευτικών | των | ηθικοθρησκευτικών | των | ηθικοθρησκευτικών |
| αιτιατική | τους | ηθικοθρησκευτικούς | τις | ηθικοθρησκευτικές | τα | ηθικοθρησκευτικά |
| κλητική | ηθικοθρησκευτικοί | ηθικοθρησκευτικές | ηθικοθρησκευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηθικοθρησκευτικός < ηθικός + θρησκευτικός
Επίθετο
ηθικοθρησκευτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ηθικοθρησκευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.