θρησκειολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θρησκειολογία | οι | θρησκειολογίες |
| γενική | της | θρησκειολογίας | των | θρησκειολογιών |
| αιτιατική | τη | θρησκειολογία | τις | θρησκειολογίες |
| κλητική | θρησκειολογία | θρησκειολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρησκειολογία < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
θρησκειολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.