ομόθρησκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόθρησκος η ομόθρησκη το ομόθρησκο
      γενική του ομόθρησκου της ομόθρησκης του ομόθρησκου
    αιτιατική τον ομόθρησκο την ομόθρησκη το ομόθρησκο
     κλητική ομόθρησκε ομόθρησκη ομόθρησκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόθρησκοι οι ομόθρησκες τα ομόθρησκα
      γενική των ομόθρησκων των ομόθρησκων των ομόθρησκων
    αιτιατική τους ομόθρησκους τις ομόθρησκες τα ομόθρησκα
     κλητική ομόθρησκοι ομόθρησκες ομόθρησκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομόθρησκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμόθρησκος. Συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + θρησκ(εία) + -ος.

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈmo.θɾi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομόθρησκος

Επίθετο

ομόθρησκος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θρησκεία

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.