θαμπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαμπός η θαμπή το θαμπό
      γενική του θαμπού της θαμπής του θαμπού
    αιτιατική τον θαμπό τη θαμπή το θαμπό
     κλητική θαμπέ θαμπή θαμπό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαμποί οι θαμπές τα θαμπά
      γενική των θαμπών των θαμπών των θαμπών
    αιτιατική τους θαμπούς τις θαμπές τα θαμπά
     κλητική θαμποί θαμπές θαμπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαμπός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θαμπός < θαμβός (έκπληκτος) < αρχαία ελληνική θάμβος. Η μεσαιωνική και αρχαία προφορά, με [mb][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θamˈbos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαμπός
τονικό παρώνυμο: θάμπος

Επίθετο

θαμπός, -ή, -ό

  1. που δεν είναι και τόσο διαφανής ή φωτεινός
  2. που δεν φαίνεται καλά, που διακρίνεται σε αδρές γραμμές

Συγγενικά

θέμα θαμπ-

θέμα θαμβ-  δείτε τη λέξη θάμβος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.