διαφανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφανής | η | διαφανής | το | διαφανές |
| γενική | του | διαφανούς* | της | διαφανούς | του | διαφανούς |
| αιτιατική | τον | διαφανή | τη | διαφανή | το | διαφανές |
| κλητική | διαφανή(ς) | διαφανής | διαφανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφανείς | οι | διαφανείς | τα | διαφανή |
| γενική | των | διαφανών | των | διαφανών | των | διαφανών |
| αιτιατική | τους | διαφανείς | τις | διαφανείς | τα | διαφανή |
| κλητική | διαφανείς | διαφανείς | διαφανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφανής[1] < (διά) δια- + -φανής (φαίνω)
Επίθετο
διαφανής -ής - ές
- που επιτρέπει το φως να περάσει από μέσα του
- ↪ το γυαλί είναι διαφανές υλικό
- που δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκρύψει τίποτα, ο εύκολα κατανοητός, ο ξεκάθαρος
- ↪ oι προθέσεις του είναι διαφανείς
- (πληροφορική) transparent: μία λειτουργία που γίνεται αυτόματα από τον υπολογιστή ή το πρόγραμμα και δεν γίνεται αντιληπτή (γιατί είναι «διαφανής») από τον χρήστη [2][3]
- (υλικό υπολογιστή) transparent: συσκευή (hardware) που δεν ελέγχει, ούτε επεξεργάζεται τα δεδομένα που περνούν από αυτήν, όπως η πλήμνη (hub) στα δίκτυα [3]
Αντώνυμα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
διαφανής
|
Αναφορές
- διαφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- (αγγλικά) What do “transparent” and “opaque” mean when applied to programming concepts?, από stackoverflow.com. Αρχειοθέτηση 2015-04-18. Πρόσβαση 2020-11-20.
- (αγγλικά) Transparent. Αρχειοθέτηση 2020-04-06. Πρόσβαση 2020-11-20.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.