έκπληκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκπληκτος η έκπληκτη το έκπληκτο
      γενική του έκπληκτου της έκπληκτης του έκπληκτου
    αιτιατική τον έκπληκτο την έκπληκτη το έκπληκτο
     κλητική έκπληκτε έκπληκτη έκπληκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκπληκτοι οι έκπληκτες τα έκπληκτα
      γενική των έκπληκτων των έκπληκτων των έκπληκτων
    αιτιατική τους έκπληκτους τις έκπληκτες τα έκπληκτα
     κλητική έκπληκτοι έκπληκτες έκπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έκπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκπληκτος[1] < ἐκπλήσσω / ἐκπλήττω < ἐκ- (έκ-) + -πληκτος (πλήττω / πλήσσω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈek.pli.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκπληκτος

Επίθετο

έκπληκτος, -η, -ο

  • που ξαφνιάζεται, που νιώθει έκπληξη
    την είδα έκπληκτος να σηκώνει το πιστόλι εναντίον μου

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.