εκθαμβωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκθαμβωτικός | η | εκθαμβωτική | το | εκθαμβωτικό |
| γενική | του | εκθαμβωτικού | της | εκθαμβωτικής | του | εκθαμβωτικού |
| αιτιατική | τον | εκθαμβωτικό | την | εκθαμβωτική | το | εκθαμβωτικό |
| κλητική | εκθαμβωτικέ | εκθαμβωτική | εκθαμβωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκθαμβωτικοί | οι | εκθαμβωτικές | τα | εκθαμβωτικά |
| γενική | των | εκθαμβωτικών | των | εκθαμβωτικών | των | εκθαμβωτικών |
| αιτιατική | τους | εκθαμβωτικούς | τις | εκθαμβωτικές | τα | εκθαμβωτικά |
| κλητική | εκθαμβωτικοί | εκθαμβωτικές | εκθαμβωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκθαμβωτικός < (καθαρεύουσα) ἐκθαμβωτικός < ἐκθαμβώ(νω) < + -τικός < έκθαμβος[1] < (ελληνιστική κοινή) ἔκθαμβος. Δείτε έκ-, θάμβος, και τα ελληνιστικά ἐκθαμβητικός, ἐκθαμβόομαι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.θaɱ.vo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐θαμ‐βω‐τι‐κός
Επίθετο
εκθαμβωτικός
Συνώνυμα
Αναφορές
- εκθαμβωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.