θαμπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θαμπίζω < θαμπ(ός) + -ίζω < ελληνιστική κοινή θαμβός < αρχαία ελληνική θάμβος
Προφορά
- ΔΦΑ : /θamˈbi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐μπί‐ζω
Ρήμα
θαμπίζω, πρτ.: θάμπιζα, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
Αντώνυμα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
θαμπίζω
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.