θαμπόγυαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαμπόγυαλο τα θαμπόγυαλα
      γενική του θαμπόγυαλου των θαμπόγυαλων
    αιτιατική το θαμπόγυαλο τα θαμπόγυαλα
     κλητική θαμπόγυαλο θαμπόγυαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαμπόγυαλο < θαμπός + γυαλί

Ουσιαστικό

θαμπόγυαλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.