θαμπερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαμπερός | η | θαμπερή | το | θαμπερό |
| γενική | του | θαμπερού | της | θαμπερής | του | θαμπερού |
| αιτιατική | τον | θαμπερό | τη | θαμπερή | το | θαμπερό |
| κλητική | θαμπερέ | θαμπερή | θαμπερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαμπεροί | οι | θαμπερές | τα | θαμπερά |
| γενική | των | θαμπερών | των | θαμπερών | των | θαμπερών |
| αιτιατική | τους | θαμπερούς | τις | θαμπερές | τα | θαμπερά |
| κλητική | θαμπεροί | θαμπερές | θαμπερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /θam.beˈɾos/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θαμπός
Μεταφράσεις
θαμπερός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.