νυφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νυφικός | η | νυφική | το | νυφικό |
| γενική | του | νυφικού | της | νυφικής | του | νυφικού |
| αιτιατική | τον | νυφικό | τη | νυφική | το | νυφικό |
| κλητική | νυφικέ | νυφική | νυφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νυφικοί | οι | νυφικές | τα | νυφικά |
| γενική | των | νυφικών | των | νυφικών | των | νυφικών |
| αιτιατική | τους | νυφικούς | τις | νυφικές | τα | νυφικά |
| κλητική | νυφικοί | νυφικές | νυφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.