-η-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -η- < στη μορφολογική ανάλυση αρχαίων λέξεων, το αρχαίο ελληνικό -η- ή από την καθαρεύουσα
Ένθημα
-η-
- (συνήθως αρχαίες ή αρχαιοπρεπείς) → δείτε το αρχαίο -η-
- εκατοστημόριο < εκατοστο- + μόριο
- θανατηφόρος < θάνατ(ος) + -ο- (> -η) + -φόρος (φέρω)
- Λέξεις της καθαρεύουσας με ένθημα -η- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-η-
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -η- < τροπή ληκτικού φωνήεντος -ο ή τροπή του συνδετικού ενθήματος -ο-, αρχικά σε ουσιαστικά με ήτα (στεφάνη, στεφανηφόρος). Επεκτάθηκε και σε λέξεις χωρίς ήτα, ανομοιωτικά, αποφεύγοντας την επανάληψη βραχείων συλλαβών.[1] Συχνά συνυπάρχει μια λέξη με -η- και με -ο- (πυρηφόρος, πυροφόρος)
- επέκταση ενός -ᾱ- > -η- σε θέματα που λήγουν σε -ο (ἐλαφηβόλος)
Ένθημα
-η-
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με ένθημα -η- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- λήμματα «λαμπάδα», «πολλοστός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
§133 Παραδείγματα - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.