καμαριέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμαριέρα | οι | καμαριέρες |
| γενική | της | καμαριέρας | — | |
| αιτιατική | την | καμαριέρα | τις | καμαριέρες |
| κλητική | καμαριέρα | καμαριέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμαριέρα < (άμεσο δάνειο) βενετική camariera (ιταλική cameriera) < λατινική camara[1] + -iera < αρχαία ελληνική καμάρα. Αναλύεται μορφολογικά σε κάμαρ(α) + -ιέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.maɾˈʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μα‐ριέ‐ρα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καμαριέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.