καμαριέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμαριέρης οι καμαριέρηδες
      γενική του καμαριέρη των καμαριέρηδων
    αιτιατική τον καμαριέρη τους καμαριέρηδες
     κλητική καμαριέρη καμαριέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμαριέρης < (άμεσο δάνειο) βενετική camariere < λατινική camara < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) (ίσως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam-: κυρτός, καμπύλος)

Ουσιαστικό

καμαριέρης αρσενικό (θηλυκό καμαριέρα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.