ὄρφνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄρφνη αἱ ὄρφναι
      γενική τῆς ὄρφνης τῶν ὀρφνῶν
      δοτική τῇ ὄρφν ταῖς ὄρφναις
    αιτιατική τὴν ὄρφνην τὰς ὄρφνᾱς
     κλητική ! ὄρφνη ὄρφναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄρφν
γεν-δοτ τοῖν  ὄρφναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄρφνη < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

ὄρφνη

  • το σκοτάδι της νύχτας
      5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις 13.70. Δ’

    κυάναιγις ἐν ὄρφνᾳ κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν· ἀνὰ δ’ ἔπαλτ’ ὀρθῷ ποδί.
    Τέτοια λόγια του 'κάστηκε πως του 'πε, / συσκόταδα, την ώρα που κοιμόταν, με τη μαύρη η παρθένα την αιγίδα / Μ' αναπήδημα ολόρθος ασηκώθη (Μετάφραση: Παναγής Λεκατσάς, Πίνδαρος, εκδόσεις Δίφρος, χ.χ.)
    Αυτά του φάνηκε πως άκουσε απ᾽ την παρθένα με την μαύρη αιγίδα, καθώς κοιμόταν μέσα στο σκοτάδι / ευθύς πετάχτηκε ολόρθος (Μετάφραση: Ιωάννης Οικονομίδης)
      1ος κε αιώνας (Ρώμη, μετά το 94 κε, επίγραμμα για τον Μάξιμο, που ήταν ο ίδιος νεαρός ποιητής) IG XIV 2012 (IGUR III 1336), C.1, στροφή 
    Μοῦνος ἀπ’ αἰῶνος δυοκαίδεκα παῖς ἐνιαυτῶν
    Μάξιμος ἐξ ἀέθλων εἰς Ἀίδην ἔμολον·
    νοῦσος καὶ κάματός με διώλεσαν· οὔτε γὰρ ἠοῦς,
    οὐκ ὄρφνης μουσέων ἐκτὸς ἔθηκα φρένα.
    Μονάχος, κι ας είμαι δώδεκα χρονώ,
    εγώ ο Μάξιμος, απ' τον Αγώνα[μάλλον ποίησης] έφυγα να κατεβώ στον Άδη
    Νόσος και κακουχία με ξέκαναν· κι ουδέ πρωί
    κι ουδέ τη σκοτεινή νυχτιά, η σκέψη μου δεν είν' αλλού, παρά στις μούσες είναι.
    Ελεύθερη μετάφραση: Το Βικιλεξικό

  • ὄρφνα (δωρικός τύπος)

Συγγενικά

  • δυσόρφναιος
  • κατορφνάομαι
  • μόρφνος
  • ὀρφναῖος
  • ὀρφνήεις
  • ὄρφνινος
  • ὀρφνίς
  • ὀρφνίτης
  • ὀρφνός
  • ὀρφνώδης
  • πανεπόρφνιος
  • παρορφνιδωτός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.