κρεβατοκάμαρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεβατοκάμαρα οι κρεβατοκάμαρες
      γενική της κρεβατοκάμαρας των κρεβατοκαμαρών
    αιτιατική την κρεβατοκάμαρα τις κρεβατοκάμαρες
     κλητική κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι

Ετυμολογία

κρεβατοκάμαρα < κρεβάτι + κάμαρα

Ουσιαστικό

κρεβατοκάμαρα θηλυκό

  1. το υπνοδωμάτιο, το δωμάτιο του σπιτιού που είναι επιπλωμένο με κρεβάτι και όπου κοιμόμαστε
  2. η επίπλωση του υπνοδωματίου, κυρίως το κρεβάτι με τα κομοδίνα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.