κρεβατοκάμαρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρεβατοκάμαρα | οι | κρεβατοκάμαρες |
| γενική | της | κρεβατοκάμαρας | των | κρεβατοκαμαρών |
| αιτιατική | την | κρεβατοκάμαρα | τις | κρεβατοκάμαρες |
| κλητική | κρεβατοκάμαρα | κρεβατοκάμαρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι
Ουσιαστικό
κρεβατοκάμαρα θηλυκό
- το υπνοδωμάτιο, το δωμάτιο του σπιτιού που είναι επιπλωμένο με κρεβάτι και όπου κοιμόμαστε
- η επίπλωση του υπνοδωματίου, κυρίως το κρεβάτι με τα κομοδίνα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υπνοδωμάτιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.