ευρώπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευρώπουλο | τα | ευρώπουλα |
| γενική | του | ευρώπουλου | των | ευρώπουλων |
| αιτιατική | το | ευρώπουλο | τα | ευρώπουλα |
| κλητική | ευρώπουλο | ευρώπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευρώπουλο < ευρώ + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Μεταφράσεις
ευρώπουλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.