Κύπρος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Κύπρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κύπρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.pɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κύ‐προς
Κύριο όνομα
Κύπρος θηλυκό
- το μεγάλο νησί της Μεσογείου στην ανατολική της πλευρά
- η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κυπριακή Δημοκρατία, το κυπριακό κράτος
- Κατηγορία:Πόλεις της Κύπρου (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
Κύπρος στη Βικιπαίδεια

-
Κύπρος στα Βικιταξίδια

- Ελλάδα
Μεταφράσεις
Κύπρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Κύπρος | ||
| γενική | τῆς | Κύπρου | ||
| δοτική | τῇ | Κύπρῳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Κύπρον | ||
| κλητική ὦ! | Κύπρε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κύπρος < αβέβαιης ετυμολογίας πιθανόν ανατολικής προέλευσης με σημασία "χαλκός", λόγω των πλούσιων μεταλλείων χαλκού του νησιού. → δείτε επίσης: Κύπρος#Etymology στο αγγλικό Βικιλεξικό
Συγγενικά
- ἀντικύπριος πούς
- ἡμίκυπρον (μονάδα μέτρησης)
- Κύπρια (τα έπη)
- Κυπριακός
- Κυπριάρχης
- Κυπριάς
- Κυπρίδιος
- κυπρίζω
- κυπρινέλαιον
- κύπρινος
- κυπρῖνος
- κύπριος (από χαλκό)
- Κύπρις
- κυπρισμός
- Κυπρογένεια
- Κυπρογένηα
- Κυπρογενής
- Κυπρόθεμις
- Κυπρόθε
- Κυπρόθεν
- Κύπρονδε
- κύπρος
- σιλλικύπριον (βοτανική)
Απόγονοι
Κύπρος (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: Κύπρος
- ↷ λατινικά: cuprum > cuprium (κυπριακό εννοείται: μέταλλο) απ' όπου δάνειες λέξεις που σχετίζονται με το χαλκό όπως η αγγλική copper
Πηγές
- Κύπρος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
- Κύπριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.