Ουγγαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ουγγαρία οι Ουγγαρίες
      γενική της Ουγγαρίας των Ουγγαριών
    αιτιατική την Ουγγαρία τις Ουγγαρίες
     κλητική Ουγγαρία Ουγγαρίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η θέση της Ουγγαρίας στην Ευρώπη

Κύριο όνομα

Ουγγαρία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.